τακερώ

τακερώ
-όω, Α [τακερός]
1. κάνω κάτι μαλακό, τρυφερό («ἑψῆσαι δεῑ τὰς κολοκυνθίδας ἐν ὕδατι ἄχρι τακερωθῶσι», Αγα
θιν.)
2. απαλύνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τακέρωσις — ώσεως, ἡ, Α [τακερῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τακερω* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”